καλυκουλκός
Смотреть что такое "καλυκουλκός" в других словарях:
καλυκουλκός — ο η καλυκάγρα* [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ ουλκός, κοχλιουλκός] … Dictionary of Greek
καλυκάγρα — η στρ. όργανο με το οποίο έλκεται και εξάγεται από το κοίλο των πυροβόλων ο κάλυκας, αλλ. καλυκουλκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + άγρα «κυνήγι»] … Dictionary of Greek